- ὑπόσφαγμα
- ὑπόσφαγμαthe blood of an animal mixed with various ingredientsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόσφαγμα — άγματος, το / ὑπόσφαγμα, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὑπόσφιγμα, ίγματος, Α ιατρ. αιμάτωμα κάτω από τον βολβικό επιπεφυκότα αρχ. 1. είδος φαγητού από αίμα σφαγμένου ζώου, αναμεμιγμένο με διάφορα άλλα αρτύματα 2. το μελάνι τής σουπιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + … Dictionary of Greek
ὑποσφαγμάτων — ὑπόσφαγμα the blood of an animal mixed with various ingredients neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσφάγματα — ὑπόσφαγμα the blood of an animal mixed with various ingredients neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσφάγματος — ὑπόσφαγμα the blood of an animal mixed with various ingredients neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσφιγμα — ίγματος, τὸ, Α (δ. γρφ.) βλ. υπόσφαγμα … Dictionary of Greek